άπολις

άπολις
(-ιδος) ο , η человек, не имеющий гражданства, подданства

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άπολις" в других словарях:

  • ἄπολις — without city masc/fem nom sg ἄπολις without city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπολις — (Α ἄπολις, ιδος κ. εως κ. ιων. ιος, ι) 1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις 2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα νεοελλ. ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της αρχ. 1. ο μη γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόλεις — ἄπολις without city masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἄπολις without city masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισι — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολι — ἄπολις without city masc/fem voc sg ἄπολις without city fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολιν — ἄπολις without city masc/fem acc sg ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλεσιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδα — ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδας — ἄπολις without city fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδες — ἄπολις without city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»